ιερολογώ

ιερολογώ
ιερολόγησα
1. ασχολούμαι με τα πράγματα της θρησκείας.
2. τελώ ως ιερέας το μυστήριο του γάμου, ευλογώ.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ιερολογώ — ιερολογώ, ιερολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ιερολογώ — (ΑΜ ἱερολογῶ, έω, Α ιων. τ. ἱρολογῶ) [ιερολόγος] 1. συζητώ θρησκευτικά θέματα, θεολογώ 2. (για ιερείς) ευλογώ, τελώ ιερολογία …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • συνιερολογώ — έω, Μ μετέχω σε ιερολογία, τελώ μαζί με άλλους την ίδια ιεροπραξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἱερολογῶ «ευλογώ, τελώ ιεροπραξία»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”